ᾠδοποιός

ᾠδοποιός
ᾠδοποιός, όν,
A making songs or odes, Theoc.Ep.17.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ωδοποιός — όν, Α αυτός που συνθέτει ωδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠδή + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • ᾠδοποιῶν — ᾠδοποιός making songs masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • ᾠδοποιοῦ — οἰδοποιέω tumefacio imperf ind mp 2nd sg (attic) ᾠδοποιός making songs masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”